-
1 взлётно-посадочная полоса
о διάδρομος απογείωσης-προσγείωσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > взлётно-посадочная полоса
-
2 скорость
(характеристика движения материального тела) η ταχύτηταснижать - μειώνω την -, κόβω την -уменьшать - μειώνω/ελαττώνω την -- вращения антенны радиолокатора ο ρυθμός περιστροφής της κεραίας του ραντάρдозвуковая - υποακουστική -, υποηχητική -- передвижения (напр. экскаватора) - πορείαςпутевая ав. - εδάφουςсинхронная - эл. σύγχρονη -- снижения вертикальная ав. о βαθμός καθόδουугловая - крена ав. γωνιακή - διατοιχισμούугловая - тангажа ав. γωνιακή - πρόνευσης, ο βαθμός πρόνευσηςэксплуатационная ав. - χρήσης/εκμετάλλευσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > скорость
-
3 фара
ο προβολέαςο φανός- ближнего света τα κοντινά φώτα, τα φώτα πορείας (πλ.)- дальнего света τα μακρινά φώτα, τα φώτα προβολής (πλ.)добавочная - τα συμπληρωματικά φώτα (πλ.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фара
-
4 полоса
полоса ж 1) η γραμμή 2) (земли) η ζώνη· взлётно-посадочная \полоса ο διάδρομος απογείωσης ( προσγείωσης) 3) (газеты) η σελίδα ( εφημερίδας)* * *ж1) η γραμμή2) ( земли) η ζώνηвзлётно-поса́дочная полоса́ — ο διάδρομος απογείωσης (προσγείωσης)
3) ( газеты) η σελίδα (εφημερίδας) -
5 полоса
1. (узкая пластинка) η λωρίδα 2. (цветовая линия) η γραμμή, η λωρίδα 3. (προκ.) η ταινία, η λάμα 4. (сортового металла) η λάμα 5. полигр. η στήλη, η σελίδα 6. (зона, пояс) η ζώνηветрозащитная - η σειρά των δέντρων ή θάμνων (γύρω από τα χωράφια) για την προστασία από τους ανέμουςвзлётно-посадочная - (ΒΠΠ) см. взлётно -посадочная полоса лесозащитная - προστατευτική - του δάσουςполезащитная - η (γύρω-γύρω) σειρά δέντρων ή θάμνων για την προστασία των χωραφιών- частот боковая πλευρική - των συχνοτήτων, οι πλευρικές συχνότητεςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > полоса
-
6 дистанция
1. (расстояние) η απόσταση, το διάστημα 2. (ж.-д) η διοικητική υποδιαίρεση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дистанция
-
7 нагрузка
(мех., эл.) το φορτί/ο, η φόρτισητο φόρτωμαраспределять - у διανέμω/μοιράζω το -сбрасывать - у эл. μειώνω το -снимать - у мех. αφαιρώ/βγάζω το -активная эл. - ενεργό -базовая эл. - βάσης- весов предельная μέγιστο - των βαρών/της ζυγαριάςнесимметричная эл. - ασύμμετρο -посадочная ав. - της προσγείωσηςравномерная - ισομερές -, ομοιόμορφο -сжимающая мех. - της σύνθλιψηςсимметричная эл. - συμμετρικό -тормозная - της πέδης/του φρένουтяговая ав. - της ώσηςциклическая мех. - κυκλικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нагрузка
-
8 площадка
1. (земельный участок) о χώρος, το πεδίο, το γήπεδοстартовая - το πεδίο/η εξέδρα εκτόξευσης2. (над уровнем пола) η εξέδρα, η πλατφόρμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > площадка